απωθητικός

απωθητικός
η , ό[ν]
1) отталкивающий; отражающий (удар и т. п.); 2) отвергающий, отклоняющий (предложение и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απωθητικός" в других словарях:

  • απωθητικός — απωθητικός, ή, ό και απωστικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απώθηση, στο να απομακρύνει: Είναι γυναίκα απωθητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απωθητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος για απώθηση 2. αυτός που προκαλεί δυσφορία ή αποτροπιασμό, αποκρουστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ιωάννη Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • ανήδυντος — ἀνήδυντος, ον (Α) [ηδύνω] 1. ο μη αρτυμένος, μη καρυκευμένος με μπαχαρικά, άγευστος 2. μτφ. δυσάρεστος, απωθητικός …   Dictionary of Greek

  • απωστικός — ή, ό βλ. απωθητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»